Πέμπτη, Ιανουαρίου 19, 2006

 

Στους κουλτουριτζήδες - Η μακαρονάδα

Αυτό το τραγούδι μου ήρθε με αφορμή τα περί Ξαρχάκου - Θεοδωράκη - Χατζιδάκι που συζητήθηκαν σε γνωστά και λιγότερο γνωστά μπλογκ.
Αφιερωμένο εξαιρετικά λοιπόν σε όλους τους (γειά σου Ζαμπέτα) κουλτουριτζήδες :)


Στις εκλογές του μέλλοντος εγώ λευκό θα ρίξω
το σπιτικό μου μόνη μου πια λέω να κυβερνήσω.
Τα πιάτα με τους βουλευτές και υπουργούς θα βάλω
κι έτσι θα έχω μάτια μου κουζινικό μεγάλο.
Πια δεν αντέχω αρχηγούς και λόγια μπερδεμένα
ας κάνουνε κυβέρνηση α, χωρίς εμένα.
Κι ας κυβερνήσουν το λαό εάν υπάρχει ακόμα
κι αν δεν τον καταβρόχθισαν κι αυτόν σε κάποιο κόμμα
κι ας λένε τις σοφίες τους μεσ' τη Βουλή και έξω
αυτό το ανέκδοτο παιδιά άλλο δε θα τ' αντέξω.

Ποιός μου δίνει τα κλειδιά της βασιλείας
στα παλάτια των ονείρων μου να μπω
κι απ' τα κύματα της ροζ πολυφωνίας
μεσ' στην άσπρη μου στολή ν' αναδυθώ.

Θα βάλω την καρό ποδιά να φτιάξω μακαρόνια
και με δουλειές του σπιτικού θα φεύγουνε τα χρόνια
και θα με παίρνουνε μαζί σε άλλη γη και τόπους
όπου δεν έχουνε λαό αλλά μονάχα ανθρώπους.
Δεν έχουνε κυβέρνηση ούτε και παρατάξεις
και βλέπεις φάτσες γελαστές όπου και να κοιτάξεις.
Αχ μη με ρωτήσετε αν έχουνε πατρίδα
εγώ σας λέω μόνο αυτά που απ' τη κουζίνα είδα.
Και πόνεσα σα σκέφτηκα τα χάλια μας Ελλάδα
και ήρθε και μου έγινε τέλεια η μακαρονάδα.

(Σταμάτης Σπανουδάκης - Αλκηστη Πρωτοψάλτη)

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2006

 

Σε Ανατολή και Δύση - Του Μαυριανού

Διάβαζα μια γραφή της Μιραντολίνας για τις διαφορές άνθρακα και ανθρακικού ασβεστίου (για τους πιο ρομαντικούς διαμάντι εναντίον μαργαριταριού). Από περιέργεια έκανα μια αναζήτηση για διαμάντια και μαργαριτάρια σε στίχους ελληνικών τραγουδιών και βλέπω οτι υπάρχει περίπου ισοδυναμία. Λογικό άλλωστε: είμαστε μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Στο παρόν γελάει η πονηρή Ανατολή με τις αδυναμίες της ισχυρής Δύσης :)

Του Μαυριανού και της αδελφής του

Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι' ο Μαυριανός κι' ο Μικροκωσταντϊνος
αντάμα τρώγαν κ' έπιναν στου πλάτανου τη ρίζα.
Κι' αθιβολές δεν είχανε κι' αθιβολές εφέραν
απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες.
Εκεϊ έφερε κι' ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
"Ωσάν το ρόδο τ' ανοιχτό, το μανουσάκι τάσπρο,
έχω κ' εγώ μιαν αδερφή, μ' αλήθεια δεν πλανειέται."

Κι' ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε γυρίζει και του λέει:
"Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσεις;
-Αν την πλανέσεις, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι' α δεν πλανεθεί τι είναι το στοίχημά σου;
-Βάνω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορώνα.
Εννιά μουλάρια εφόρτωσε νασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη.

"Καλώς το νιο που τά φερε, να ζήσει οπού τα στέλνει,
ο Μαυριανός νά ναι καλά και θα τα ξαντιμέψει.
-Ο ρήγας που σ' αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν' τά στειλε για να σε ιδεί, δυο λόγια να σου κρίνει.
-Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι' όποτε θέλει ας έρθει."
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό στης βάγιας της πηγαίνει.
Εσύ είσαι βάγια η μάνα μου, εσύ είσαι κ' η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τιμήσεις.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κ' εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, στην κάμαρη, κ' εγώ στο μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου τη νυφικιά εσένα να τη στρώσω,
κι' ό,τι σου κάνει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν' απομείνει.

-Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω,
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.
Σταυρό δένει τα χέρια της στη δούλα της πηγαίνει.
"Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ' αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε στην ιδική μου κλίνη,
βραδύ θε να 'ρθει ο βασιλιάς να κοιμηθείτε αντάμα.
-Εγώ δούλα γεννήθηκα κι' ό,τι μου πής θα κάμω,
δω μου κυρά τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.

Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και στο δάχτυλο νόμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τ' άστρα με το φεγγάρι.
"Δούλα κι' αν είσαι δούλα μου κι' αν είμαι εγώ δίκη σου,
ότι σου κάμει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
κι α σου μιλήσει μη μιλείς κι αν κρίνει μην του κρίνεις."

Ακόμη ο λόγος έστεκε κι' ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα νανεβαίνει,
κι από το χέρι την αρπά στην κάμερα τη βάνει.
Από βραδύς επαίζανε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκές αυγίτσες,
της παίρνει από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα σ' ολόχρυσο μαντήλι.

Και την αυγή χαρούμενος στο φόρο κατεβαίνει.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι.
Πού είν' τονε αυτός ο Μαυριανός ο πολυπαινεσιάρης,
πόχει την τίμια ναδερφή, π' αλήθεια δεν πλανιέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κ' η απόφαση μου."
Επήρανε το Μαυριανό να παν να τον κρεμάσουν.
"Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου."
Μαντάτα πάνε κ' έρχουνται 'ς της Αρετής την πόρτα,
στο φόρο για να κατεβεί, τι ο Μαυριανός χαλιέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε στο φόρο κατεβαίνει.

Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψει ο ήλιος.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο τ' αρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.
-Δε μ' είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε σ' ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδύς επαίζαμε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκιές αυγίτσες,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι."
Σειέται λυγιέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
"Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;"
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
Για ιδέτε σεις οι άρχοντες κι' όλο τ' αρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό στη φούρκα,
κ' εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο νά χεις το βασιλίκι.
Με τη δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πάς να φέρεις ξύλα."

(Παραδοσιακό - από το www.stixoi.info)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 13, 2006

 

Στην Κατερίνα - Νυχτερινή Εκπομπή

Νυχτερινή Εκπομπή για την Κατερίνα (ante portas) με αφορμή το ποστ περί Αγκάθας Κρίστι (αιτίες πολλές όμως).
Ποιός άραγε ακολουθεί την Αφροδίτη Μάνου;

Απ' το ραδιόφωνο ακούω δυνατά τζαζ-ροκ.
Με πιάνει κόκκινο στο ύψος της Πανόρμου
κι εσύ φρενάρεις, με κοιτάζεις και παθαίνω σοκ
κι εκτροχιάζομαι, στη μέση εκεί του δρόμου.

Πατάω γκάζι και γελάς πίσ' απ' το τζάμι,
δυόμιση η ώρα και η νύχτα φωτεινή,
μ' έχει τυλίξει ένα τεράστιο πλοκάμι
και το Φολκσβάγκεν μου δεμένο με σκοινί.

Στης Κηφισίας το φανάρι κάνω αριστερά
κι ενώ παλεύω μ' όλες τις προκαταλήψεις,
μεσ' στον καθρέφτη μου τα δύο σου φώτα σταθερά.
Κάτι μου το 'λεγε πως πίσω μου θα στρίψεις.

Πατάω γκάζι και γελάς πίσω απ' το τζάμι,
τρεις παρά είκοσι κι η νύχτα φωτεινή.
Μ' έχει τυλίξει ένα τεράστιο πλοκάμι
και το Φολκσβάγκεν μου δεμένο με σκοινί.

Στο Βασιλόπουλο ανάβεις ξαφνικά το φλας,
η νύχτα παίζει τα παιχνίδια τα δικά της,
είσ' αλληνής και φεύγεις, ούτε ξέρω που θα πάς
Καλή σου νύχτα, φίλε, μεσ' στην αγκαλιά της.

 

Στη raffinata: Πόρτο Ρίκο

Πόρτο Ρίκο για την... Πειραιώτισα (άρα ντερμπεντέρισα) raffinata :)
Ταλαντεύτηκα με κάποια ρεμπέτικα, αλλά διάλεξα το Πόρτο Ρίκο επειδή έχει πολλά κοινά με το Πόρτο Λεόνε. Το σκεπτικό της αφιέρωσης πάντως βρίσκεται στο "Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει".

Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη/ στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι,
γιατί όλη την ζωή του την εξόδεψε/ παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη.

Θυμάμαι σαν παιδί γελούσε και έλεγε/ στην σέλα ακροβατώντας ποδηλάτου
"Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας/ πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του".

Μα ο κόσμος προχωρά χωρίς να μας ρωτά/ κλεισμένοι δρόμοι, κλέφτες και αστυνόμοι
αγάπα το κελί σου, του 'παν, κι ύστερα/ έξω πιο μόνος μα γελούσε ακόμη.

Μια νύχτα μεθυσμένη παίρνει ανάποδες/ ημερολόγια καίει και πτυχία.
Το χάραμα μπαρκάρει σε πειρατικό/ για της ζωής του την σκηνοθεσία.

Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, Σάουθ Αφρικα/ στο Αμστερνταμ δυο τέρμινα και κάτι
γλιστρούσαν οι αγάπες μες στα μάτια του/ σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη.

Στο Πόρτο Ρίκο χρόνια ασυλλόγιστα/ και τις καρδιάς του σκόρπισε τα φύλλα
σε υπόγεια σκοτεινά και ύποπτα/ λες και έψαχνε το φως μεσ' στην ξεφτίλα.

Κάποια ζεστή βραδιά σε ένα μπλουζάδικο/ άκουσε να φαλτσάρει η μουσική του.
Τ' αφεντικά στον δρόμο τον πετάξανε/ τα στίγματα σαν είδαν στο κορμί του.

Κι η Σύλβια που με πάθος τον αγάπησε/ δεν έλειψε στιγμή απ' το πλευρό του
ζητώντας με μανία στην αγκάλη/ την κόλαση και τον παράδεισό του.

Σαλπάρισε μια νύχτα με πανσέληνο/ και στο στερνό του γράμμα μου 'χε γράψει:
"Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο/ κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει".

Τα χρόνια έχουν περάσει δεν θυμάμαι πια/ Ερνέστο τον ελέγανε η Νίκο...
Κι ακόμα συγχωρείστε με που ξέχασα/ αν χάθηκε στο Μετς η στο Πόρτο Ρίκο.

Οσο για μένα είμαι πάντα εδώ/ με τον ματιών σας τη φωτιά σημαία
είν' όμορφα απόψε που ανταμώσαμε/ μ' αρέσει να αρμενίζουμε παρέα.

(Αλκης Αλκαίος - Σταμάτης Μεσημέρης - Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

 

Από raffinata για τη blogόσφαιρα!

(Αφιερώνει η raffinata - η σφαίρα της μπλογκόσφαιρας ευχαριστεί και ανταποδίδει)

Από raffinata για την blogόσφαιρα... :)

Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό

Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή

Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ' ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο σ' ένα καρέ τυφλών σ' ένα καρέ τυφλών

Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Μουσική: Νότης Μαυρουδής

Πέμπτη, Ιανουαρίου 12, 2006

 

Η Ροδιά αφιερώνει: Το Μαύρο Αυγό

Η Ροδιά έγραψε, τραγούδησε και αφιερώνει στην αφεντομουτσουνάρα μας ένα βαλσάκι, το Μαύρο Αυγό.
Μας το έστειλε και τραγουδιστό - την ευχαριστούμε θερμά και επιφυλασσόμαστε για ανταπόδωση, αλλά επειδή είχαμε και Μαύρο Γάτο θα ψάξουμε για λευκή αφιέρωση!
((έχει και συνέχεια ακατάλληλη για ανηλίκους, λεπτομέρειες εδώ))

Απόψε θα βγω
απ' το μαύρο αβγό
θα καρφώσω πετράδια στη μύτη
θά'χω ράστα μαλλιά
θα πουλάω χαλιά
μετανάστης στον Αποσπερίτη

Απόψε θα βγω
μ' ένα μπλε φορτηγό
γκαζωμένο στο τέρμα πεντάλι
της ασφάλτου θεός
χαλαρός χαλαρός
θα περάσω στην όχθη την άλλη

Απόψε θα βγω
με το Χάρο αρχηγό
να χαράζει φευγάτα οχτάρια
Ραντεβού στα τυφλά
κι όπως θα σκουντουφλά
να τον ρίξω απαλά στα χορτάρια

Απόψε θα βγω
και το μαύρο αβγό
τσκισμένο στο χώμα θ' αφήσω
σ' ένα τούνελ βαθύ
στα βαθειά να χωθεί
να χαθεί, τη ζωή μου ν' αρχίσω!

(πνευματική ιδιοκτησία της Ροδιάς)

 

Στο Νίκο Δήμου - ο Μαύρος Γάτος

Αγνοώ το σωστό τρόπο χειρισμού μιας αφιέρωσης όταν απευθύνεται σε κάποιον επώνυμο, πόσο μάλλον όταν εύκολα λογίζεται σαν διαφήμιση κι ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για το Νίκο Δήμου, που ξέρει τόσο από ποίηση όσο και από διαφήμιση. Σκέφτηκα πολύ τον Σουρή (αυτό εδώ) και τον Βιτσέντζο Κορνάνο, επειδή όμως θέλω να υπάρχει... ποικιλία στο πρόγραμμα και επειδή τελικά οι πολλές σκέψεις χαλάνε την ουσία, αφιερώνεται ο Μαύρος Γάτος - νομίζω οτι, από πολλές πλευρές, ταιριάζει και αξίζει.
Εις υγείαν!

Ηταν ένας γάτος μαύρος πονηρός.
Κάθε που εβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός.
Τα μαλλιά του έκανε λίγο κατσαρά
κι ένα κόκκινο παπιόν φορούσε στην ουρά.

Σε κάθε σπίτι πήγαινε όπου έβλεπε καπνό,
ζητούσε τα κορίτσια δήθεν για σκοπό.
Κι αυτές άλλο δε θέλανε φορούσαν νυφικά.
Κάλιο μ'ένα γάτο παρά με κοιλαρά.

Μα όπως είπα στην αρχή ο γάτος πονηρός,
βόλευε τα κορίτσια και γίνονταν καπνός.
Με τόση καρπερότητα, αχ να 'χα μια σταλιά,
γεμίσαν τα ιδρύματα με μπάσταρδα γατιά.

Οι άρχοντες φοβήθηκαν μην πάθουνε ζημιά
και την κουτάλα χάσουνε μαζί με τα ζουμιά.
Ρε θες να κάνουν κίνημα του γάτου οι καρποί
κι ό,τι γλυκά ροκάνιζαν σαν φούσκα να χαθεί.

Ετσι αφού σκεφτήκανε βρήκαν το πιο σωστό,
το γάτο να τσακώσουνε σαν μούτρο αναρχικό.
Βγήκε λοιπόν σεργιάνι το χαφιεδότσουρμο
αυτοί που αποτελούνε τον εθνικό κορμό.

Αχ καημένε γάτο μου την έχεις πια βαμμένη,
του έθνους τα λαγωνικά στην έχουνε στημένη.
Κι όπως το λέω έγινε το πιάσανε το αλάνι
τους είδε μαύρους νόμισε με φίλους πως θα κάνει.

Τώρα κλαίει κι οδύρεται μαζεύεται κουβάρι
μήπως τους κυρίους δικαστές μπορέσει να τουμπάρει.
Αχ μη καλοί μου άνθρωποι εγώ δεν είμαι γάτος
εγώ είμαι ένας άνθρωπος με αισθήματα γεμάτος.

Κοιτάζω το συμφέρον μου διαβάζω εφημερίδα
και στο στρατό υπηρέτησα για τη μαμά πατρίδα.
Μα εκείνοι πού ν' ακούσουνε, τον στήσανε στον τοίχο,
τα μάτια κάπως παίξανε στης τουφεκιάς τον ήχο.

Αν μία κόρη έχετε κρατήστε την αθώα.
Μπορεί ο γάτος να μη 'ρθει μα θα 'ρθουν άλλα ζώα.
Κι αν είστε κάποιος άρχοντας και παρεξηγηθείτε
στα όργανα μου μια χαρά χωράει να γραφτείτε.

(Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

 

Ο Ηλίας στον Πάνο: το τραγουδάκι των Χαΐνηδων

Για τον Πάνο, το τραγουδάκι των "Χαΐνηδων":

Μεσ' το δικό μας τον καφενέ
καυγάδες, γέλια, κρασί και ζάλη
εδώ πεθαίνουν έρωτες μεγάλοι,
κι εμείς τους κάνουμε τραγούδι κι αμανέ
άχ ουρανέ
πες μου το ναί
κι έλα κι απόψε στό δικό μας καφενέ.

Μεσ' το δικό μας τον καφενέ
κουμάντο πάντα κάνανε άλλοι
κι όσοι δε σκύψανε ποτέ κεφάλι
ακριβοπλήρωσαν μιά στάλα λευτεριά,
χίλια φλουριά,
μιά δοξαριά,
παίξε λυράρη μηπως βρώ παρηγοριά.

Άχ ο δικός μας ο καφενές
είναι μιά μάνα πού τη μαλώνω
μα τήνε νιώθω όσο μεγαλώνω
κι' άς μ'αποδιώχνει σαν το ξένο άμα γυρνώ
κι όταν πονώ ,
το δειλινό,
νιώθω πιό μόνος κι απ' τ' αγρίμι στό βουνό.

Μεσ' το δικό μας τον καφενέ
από τη σκόνη, σα θα χορέψεις
που 'ναι γεμάτη όνειρα και σκέψεις,
θα βάλω λίγη στην αρχαία μας πληγή
πατώ τη γη,
αίμα να βγεί,
πού θα με πάρει μιά θλιμένη χαραυγή.


Ηλίας

 

Αφιερώνει ο Πάνος στα φαντάσματα του παρελθόντος

(Γράφει και αφιερώνει ο Πάνος)

Τα τραγούδια της Λίνας Νικολακοπούλου δεν είναι στις προτιμήσεις μου. Υπάρχει όμως (τουλάχιστον) ένα – που το πάω με χίλια. Το έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης (δίσκος: Πολιτεία Γ’) τραγουδάει ο Μανώλης Μητσιάς - και δεύτερη φωνή η Δήμητρα Γαλάνη. Το αφιερώνω στα συμπαθή κι αγαπημένα φαντάσματα του παρελθόντος - που μας συναντούν και υπονοούν πως θέλουν για λίγο την προσοχή μας, γιατί κάπου θέλουν να πουν τον πόνο τους κι αυτά…

Αχ, έλα κι άναψε το φως

Εδώ θα δέσω τ' όνειρο στην έρημο, στον Άδη
Με τη βροχή την πόρτα σου δεν μπόρεσα να βρω
Εδώ θα πέσει τ' άστρο μου στου κόσμου το πηγάδι
χωρίς φιλί κοιμήθηκα στην άκρη στο γκρεμό

Αχ, έλα κι άναψε το φως, τα χρόνια να μοιράσω
και μείνε στο παράθυρο να διώχνεις τα παλιά
Έλα και τράβα τη σκεπή, να φύγω, να πετάξω

Στη νύχτα και στο χάλασμα θα ρίξω το κλειδί μου
και με κουρέλι κόκκινο θα δέσω το φτερό
Εκείνα που 'χα να σου πω, τα παίρνω όλα μαζί μου
στο χώμα της δικής μου αυλής μην ψάξεις για νερό

Αχ, έλα κι άναψε το φως...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 11, 2006

 

Ο Σωκράτης, το Κώνειο και οι Σωλήνες

Αυτό αφιερώνεται στο κοινόβιο μπλογκ, γνωστό και ως Σωκράτης-Κώνειο: 0-1.
Από τους Lost Bodies (Χαμένα Κορμιά!).

Φτου, ρε πούστη μου λέω!
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ’ το εργοστάσιο και καθόμουν
και σκεφτόμουν τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα.
Κάθε μέρα σωλήνες, χιλιάδες σωλήνες, σωλήνες δηλαδή να μπούμε μέσα...
Τι σκατά θα τους κάνουμε τόσους σωλήνες;
Τι στο διάολο θα τους κάνουμε τόσους σωλήνες;
Τη θάλασσα θα κουβαλήσουμε με τους σωλήνες;

Πάω στο φαρμακοποιό, του λεω "ένα φάρμακο".
Μου λεει: "Σε σωληνάριο το θέλεις;"
Ακουσε να δεις φίλε, αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
Τι σκατά θα τους κάνουμε τόσους σωλήνες;
Τι στο διάολο θα τους κάνουμε τόσους σωλήνες;
Τη θάλασσα θα κουβαλήσουμε με τους σωλήνες;

Μου λεει ένας φίλος: "Χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση - κάνα ψαρεματάκι ίσως;"
Πάω στην παραλία μου λέει: "Τι θέλεις για δόλωμα; σκουλήκι ή σωλήνα;"
Κοίταξε να δεις φίλε... Αν νομίζετε όλοι σας ότι μου κάνετε πλάκα...
Τι σκατά θα τους κάνουμε τόσους σωλήνες;
Τι στο διάολο θα τους κάνουμε τόσους σωλήνες;
Εχει πήξει το μάτι μας κάθε μέρα χιλιάδες σωλήνες!

Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2006

 

Μην ξεχνάτε την υπογεγραμμένη

Δεν ξέρω αν ο τίτλος σημαίνει κάτι, μου ήρθε αυθόρμητα και τον έβαλα επειδή... έτσι.
Το ποίημα παντως αυτό (ο παιχνιδιάρης) του Γεωργίου Σουρή μπορείτε να το απολαύσετε με πολλούς τρόπους, όπως ένα καλό καφέ: σκέτο, μέτριο, βαρύ γλυκό, με σαντιγύ κλπ.
Μπορείτε επίσης να το χαρακτηρίσετε απλοϊκό, επαναστατικό, σαρκαστικό, γελοίο, ύποπτο και άλλα, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής - προσωπικά αρκούμαι να το απολαμβάνω (όπως κάθε γραφή του Σουρή).

Μου έλεγε ο πατέρας μου
πως σαν γενώ μεγάλος,
όλα μου τα παιχνίδια
θα ρίξω στα σκουπίδια
και θα 'μαι τότε άλλος.

Εγώ δεν το πιστεύω
πως θε να μεγαλώσω,
μα και παππούς αν γίνω
ποτές δεν θα τ' αφήνω
κι αν μ' όλους πια μαλώσω.

Εμπρός, λοιπόν παιχνίδια,
στα όπλα! σας φωνάζω...
Απ' τα κουτιά σας βγείτε
και στη γραμμή σταθείτε,
εγώ σας το προστάζω.

Σεις είστε κι η χαρά μου
κι η μοναχή μου έγνοια.
Αχ! πώς σας καμαρώνω!
Με σας θα μεγαλώνω,
με σας θα βγάνω γένια.

Μα κι ο μπαμπάς σαν βλέπει
πως έχω και μουστάκια
και παίζω κι ολοένα,
τότε κι αυτός μαζί μου
θ' αρχίσει παιχνιδάκια.

(αντιγραφή από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου)

 

Αφιερωμένο στον Εγκέλαδο

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πως,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσα ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

Γιατί δεν είπα "εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει..."
μα "αν ειν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός..."
να που, ο,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γένηκε αδελφός!...


Γιατί βαθιά μου δόξασα - Αγγελος Σικελιανός
Πηγή: http://home.cogeco.ca/~elanadeis/poihmata.html

Παρασκευή, Ιανουαρίου 06, 2006

 

Μελ(τέμι) - Τζαμάικα

Για την Μελ(άστερη) και τις υπέροχες φωτογραφίες της (τα υπόλοιπα στο μπλογκ της).

Κάθε πρωί ποu κίvαγα vα πάω στηv δουλειά
φεύγαvε σαv πουλιά τα ψαροκάικα.
Κάθε πρωί σκαρώvαμε μαζί με το Μηvά
ταξίδια μακριvά ως τη Τζαμάικα.

Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά...
Κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ' έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά.

Χρόvια στο μεροκάματο κοπίδι και σφυρί
έφτιαξα έvα σκαρί για το χατίρι σου.
Σκάλισα στηv πρυμάτσα του γοργόvα θαλασσιά
κι έγιvα μια βραδιά καραβοκύρης σου.

Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μοu παλιά...
Κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ' έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γοuλιά γοuλιά.

(Λευτέρης Παπαδόπουλος - Μάνος Λοΐζος - Γιάννης Καλατζής)

 

Στο Νίκο Νικολαΐδη - Ερωτευμένοι Σχιζοφρενείς

(Χωρίς σχόλια, από τις Τρύπες)

Τρέμουν τα πόδια μου το σώμα μου δειλιάζει
κάθε φορά που πλησιάζεις προς τα 'δω.
Με ξεσηκώνεις με χαλάς και μ' αναγκάζεις
να μπω γυμνός στο ηλεκτρικό σου μακελειό.

Μυρίζεις θάνατο μα εγώ σε γυροφέρνω,
δεν έχω δύναμη μακριά να κρατηθώ.
Βάζω στην άκρη το μυαλό μου νικημένο,
μέσα στις στάχτες σου διψάω να βρεθώ

Σαν τότε που μας τρόμαζε το ήσυχο φεγγάρι,
σαν τότε που ματώναμε μαζί,
μόνοι σε έναν άγνωστο νεκρό πλανήτη...
Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς.

Τρέχω συνέχεια να κρυφτώ μακριά από σένα
κι όλο νομίζω πως μπορώ να γιατρευτώ.
Πάνω σου πέφτω ξαφνικά και απεγνωσμένα,
στα ηλεκτροσόκ σου προσπαθώ να αντισταθώ.

Μυρίζεις θάνατο μα εγώ σε γυροφέρνω,
δεν έχω δύναμη μακριά να κρατηθώ.
Βάζω στην άκρη το μυαλό μου νικημένο,
μέσα στις στάχτες σου διψάω να βρεθώ.

Σαν τότε που μας τρόμαζε το ήσυχο φεγγάρι,
σαν τότε που ματώναμε μαζί,
μόνοι σε έναν άγνωστο νεκρό πλανήτη...
Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2006

 

Ο Πάνος αφιερώνει στον Ηλία: Μοναξιά

((Από τον Πάνο))

Και μια αφιέρωση ακόμα, στον Ηλία. Μοναξιά, Θάνος Μικρούτσικος. Στίχοι, Αλέξανδρος Μπάρας. Τραγουδάει ο συνθέτης.

Είναι το πυκνό συλλαλητήριο
που οργανώνει μόνος ένας, μόνος
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν’ ακουστεί κανένας φόνος

Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση
στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας...

Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε
στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου

Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο
υπογείων αστικών σιδηροδρόμων
πέτρες φορτωμένο είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμο

Βάρκα είναι στο πέλαγο τ’ απέραντο
μ’ ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ’ αλάτι

Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε
μίλια απ’ το κυρίαρχο κοπάδι
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται
και μπροστά του πήζει το σκοτάδι...

Τρίτη, Ιανουαρίου 03, 2006

 

Το κουρκουμπίνι αφιερώνει - Logical Song

(Η αφιέρωση, όπως ελήφθη από το κουρκουμπίνι γκνιαμ γκνιαμ)

Καλημέρες, καλησπέρες και καλώς τα δεχτήκαμε!
Θα ήθελα και 'γω να αφιερώσω κάτι στους θαμώνες ετούτου του μαγαζιού, το οποίο μάλλον μας ταιριάζει "γάντι".
"The logical song" by Supertramp.
Αγαπημένο συγκρότημα, αγαπημένο τραγούδι... (έτσι, να σπάσει και το μονοπώλιο των ελληνικών! :p)

When I was young
it seemed that life was so wonderful
a miracle, oh it was beautiful, magical.
And all the birds in the trees
well they'd be singing so happily
oh joyfully, oh playfully, watching me.

But then they sent me away
to teach me how to be sensible,
logical, oh responsible, practical.
And they showed me a world
where I could be so dependable
oh clinical, oh intellectual, cynical

There are times when all the world's asleep
the questions run too deep
for such a simple man.
Won't you please, please tell me what we've learned
I know it sounds absurd
but please tell me who I am.

Now watch what you say
or they'll be calling you a radical
a liberal, oh fanatical, criminal.
Won't you sign up your name
we'd like to feel you're acceptable,
respectable, oh presentable, a vegetable.

At night when all the world΄s asleep
the questions run too deep
for such a simple man.
Won't you please, please tell me what we've learned
I know it sounds absurd
but please tell me who I am, who I am, who I am...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2006

 

Η Ροδιά αφιερώνει: Το Μπαρ

Η πολυπράγμων και πολυμπλογκότατη Ροδιά (τραγουδίστρια ή ζωγράφος;) αφιερώνει εξαιρετικά μια δική της δημιουργία. Ο σταθμός την έλαβε τραγουδιστά, μεταδίδει όμως τους στίχους μόνο. Αν η δημιουργός και αοιδός το ζητήσει, μπορούμε να το βάλουμε και σε μουπουθρη.
Στο μεταξύ το γλεντάμε όπως αρμόζει ;)
(μην συγχέετε τον Αλομπαρ με τους πρωταγωνιστές του εν λόγω άσματος περικαλώ)

ΤΟ ΜΠΑΡ (οργισμένο άσμα)

Σε τρακάρισα στο μπαρ
αγκαλιά με τον κουμπάρ’
πίνατε ουΐσκι
Σαν τα πίναμε μαζί
με κοιτούσες σα χαζή
κι είπα «τι μου βρίσκει»

Τό ’χω κόψει το ποτό
και των μπαρ το συρφετό
μήπως και γλυτώσω
Μια τυχαία χαζομάρ’
να περάσω απ’ το μπαρ
μ’ έκανε να λιώσω

Παραγγέλνω δυο διπλά
τον κουμπάρο τον ξαπλά-
τον πετάω κάτω
Σου αρπάζω το μαλλί
«σε γουστάρω βρε τρελλή»
λέω κι άσπρο πάτο

Αγκαζέ και λακριντί
πάμε αντάμα στο παχνί
για γερό παιχνίδι
Εσύ θέλεις σεσουάρ
μα κολλά το φερμουάρ
πάει τό ’να αρχίδι

Σκούζω φέρνεις το εκατό
«θα το κόψω το ποτό»
όρκο ξανακάνω
Οταν ξαναβλέπω μπαρ
και θυμάμαι τον κουμπάρ’
το πουλί μου πιάνω

ΑουουουουουΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

 

Στον Πάνο με αγάπη

Εν αναμονή της εφημερίδας (με τρώει η περιέργεια τι μπορεί να σκέφτηκε το άθλιο μυαλό του - μην με παρεξηγάτε, η λέξη "άθλιος" για μένα είναι σοβαρό κοσμητικό επίθετο), είπα να αφιερώσω στον Πάνο ένα τραγουδάκι που βρήκα στο Δίκτυο, έτσι για να κρατήσουν οι χοροί ;)

Ωδή στον Διονύση

Λοιπόν μολύβι και χαρτί
θα πω για κάποιον που φορεί
τα ίδια στρογγυλά γυαλιά με κάθε βλέμμα,
κι αν κάτι έχουμε κοινό
είναι που ξέρουμε κι οι δυο
πως τούτη η χώρα ζει μονάχα μ' ένα ψέμμα...

Είναι γλυκός και γραφικός
αυθόρμητος γι' αυτό τρωτός
κυρίως τώρα στην πολιτική του όψη,
αθώος πάντα εκ γενετής
μα και με τύψεις ενοχής
αυτές που χρόνια προσπαθεί να μας φορτώσει...

Θυμάμαι τότε ήταν 'κει
μέσα στου κόσμου τη βουή
σε μια διαδήλωση που ανάβει στην πλατεία,
μα τωρ' αλλάξαν οι καιροί
κι από τ' αερόστατο θωρεί
μια κοντοπόδαρη φυλή τόσο γελοία...

Ντέρμπυ-φωτιά της Κυριακής
κρίσιμο ματς της Εθνικής
στο ενενήντα του αιώνα... αγωνία,
και στην κερκίδα που ξεσπά
αυτός εκεί μπροστά-μπροστά
σαν χουλιγκάνος: θρύλος του η ορθοδοξία...

Δε γράφει πια για να δειχτεί
μα πρέπει κάπου να πιαστεί
και περισσότερο να πείσει τον εαυτό του,
πως έχει δίκιο ν' αντιδρά
σαν τον τυφλό που στη φωτιά
πετάει για πάντα σαν σκυλί το παρελθόν του...

Το δικαστήριο είν' εδώ
μες στης παρέας το κενό
στην παραλία που μας βρίσκει πια τυχαία,
σαν ξυρισμένος ναυαγός
αργός ταχυδακτυλουργός
που χρόνια ψάχνει για μια γυάλινη σημαία...

Για να κοιτάζει κι από 'κει
και να μιλάει για Κοεμτζή
για το στρατό, τους χούλιγκανς και τα πρεζόνια,
όσα δε γνώρισε ποτέ
κλεισμένος σ' ένα ρετιρέ
σε μια αγκαλιά, έξω βροχή, και φύγαν χρόνια...

Από ένα όνειρο παιδιού
σε μία κρίση ρεαλισμού
έτσι αναδύεται απ' της ψυχής τα βάθη,
μα εμείς εκεί, τέχνη παλιά
κάθε ανάσα και βουτιά
όχι - δεν κάναμε λοιπόν τα ίδια λάθη...

Λες να 'χει ακόμα στο γκαράζ
το όνειρό του τυρκουάζ
που όλοι θέλουμε μια βόλτα να μας πάει,
παλιό αμάξι με φτερά
μοντέλο του εξήντα-επτά
κι ας έχει τώρα μηχανή που δεν τραβάει...

Από του μέλλοντος το ροκ
ως το γαλάζιο του μπαρόκ
ουράνιο σώμα που έχει χάσει την τροχιά του,
κι από τον έρωτα στο σεξ
απ' το Ροντέο ως το Ρεξ
είν' η παράσταση του γύρου του θανάτου...

Πάνω σε μαύρο φορτηγό
μια εκδρομή χωρίς σκοπό
όλοι μαζί έχουμε χρόνια ξεκινήσει,
μα στης στροφής τη μοναξιά
κουνάει το χέρι - είν' αργά
δεν έχει θέση... «Γεια χαρά σου Διονύση...».

(Τάσος Σαμαρτζής - Νότης Μαυρουδής - Θανάσης Γκαϊφύλιας - www.stixoi.info)

 

Ο Πάνος αφιερώνει Ακη Πάνου

((ΣΣ: αντέγραψα το σύνολο του μηνύματος, για να υπάρχει βήμα για πιθανά σχόλια))

Πολλοί οι χαρμόσυνοι χρονοποιοί, ένας όμως μίλησε δωρικά και αληθινά στο ελληνικό τραγούδι για τον πραγματικό χρόνο και την πραγματική ζωή. Και παρόλο που το συγκεκριμένο τραγούδι φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, βαθειά απαισιόδοξο - δεν είναι. Γιατί η αναγνώριση και η αποδοχή της αλήθειας είναι προαπαιτούμενο της υπαρξιακής ελευθερίας, που είναι η μεγαλύτερη επίτευξη και χαρά για τον άνθρωπο.

Στον alombar42, λοιπόν, και σε όλους τους φίλους του παρόντος εκλεκτού ιστολογίου, αφιερώνεται ένας ατόφιος Άκης Πάνου, για να στανιάρουμε από την πολλή κουραμπιεδόσκονη των ημερών - και να πάει καλά η νέα χρονιά. Ακούστε το, από την αυτοκρατορική φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.


Άντε να περάσει η μέρα
και να ‘ρθεί το δειλινό
άντε να περάσει η νύχτα
και να ‘ρθεί το πρωινό

Δεν τηνε θέλω τούτη την παλιοζωή
πότε θ’ αφήσει το ταλαίπωρο κορμί μου
δε μελετάω τη δική σας τη ζωή
μοιριολογάω την αχάριστη ζωή μου
-την παλιοζωή μου!

Άντε να περάσει η ώρα
και να έρθει το πρωί
κράτα να περάσουν μέρες
κράτα να περάσουν νύχτες
κράτα να περάσουν χρόνια
- να περάσει κι η ζωή

Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2006

 

2006 Η Avanti αφιερώνει - Χρονοποιός

Από την Avanti η πρώτη αφιέρωση του χρόνου - ποδαρικό, πάντα τέτοια :)
Ο σταθμός εύχεται Καλή Χρονιά και καλή δύναμη για ένα πολύ πολύ ερωτικό 2006!


Αφιερώνω στους εκλεκτούς ακροατές και στις εκλεκτές ακροάτριες του Afieroseis-FM τον "χρονοποιό" του Διονύση Σαββόπουλου:

Πρωτοχρονιές
σε χρόνους άλλους
πρωτοχρονιές με τους μεγάλους
μικρός εσύ μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως

Λίγο μετά στα 17
με τους γονείς σου ήσουν πάλι
μα αισθανόσουν ήδη απών
σε συντροφιά συμμαθητών
το σπίτι σου έχανε εξουσία
και ο χρόνος την κρυφή του ουσία

Ύστερα γιόρταζες με φίλους
σ' ένα δωμάτιο καπνού
το θαύμα πάλι ήταν αλλού
στις παιδικές πρωτοχρονιές σου
στο χρόνο που άλλαζε μαζί σου
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου

Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις
πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
την λίγη πίστη του...
στην παιδική ανατολή του
πρωτοχρονιές γιορτές του χρόνου
πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου
πως θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί

Μικρό κλειδί και σ' οδηγάει
σ' ένα παράσπιτο στο πλάι
σ' ένα μικρό, μικρό πλανήτη
πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι
παει ο καιρός που οι δικοί σας
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας
και είσαι εσύ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα

Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα παίξει
χρονοποιός ας είναι η λέξη
γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
και εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?