Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2005

 

Περιγλώσσιο - Βίβερε περικολοζαμέντε

Ζείν επικινδύνως και αφιερωμένο εξαιρετικά στο περιγλώσσιο (Τέττιξ, Αυτόχθων), με αφορμή το πανέξυπνο και πονηρό πόνημα "Πολυτονιάται".
Το βρήκα στο www.stixoi.info και βεβαίως είναι ευθέως ανταγωνιστικό του εν λόγω πονήματος ;-)

##
Είναι μια παραλλαγή του "Μια βραδυά στο λούκι", των Κατσιμιχαίων, το οποίο και παραθέτω για σύγκριση.
##

Οψές απού 'πινα ρακές με κάποιο σύντεκνό μου
γαέρνω, θωρώ πίσω μου δυο μάθια, δυο ματάκια
γιαγέρνω στο δικό μου "Σηφάκη, είν' ομορφούλα!"
"Κι αμ' ίντα;" μ' αποκραίνει κι ετσά αρχίσαν ούλα

Τότες εγώ εξάμωσα για να τη μαγνητίξω
τέθοια 'ναι χούγια ζόρικα που κάμουν στη Σητεία
μα το Θεό σας λέγω, δε κάμαμε χαΐρι
δε μου 'δινε καμία, διάλε τη σημασία

Οπως καλά γροικάτε το κιαολιάς δε με φελούσε
αλλά εγώ ξακλούθαγα να τη θωρώ του κάκου
ο σύντεκνος μουρμούραγε: "Μανούσο, σου μιλάω
Για πες μου ίντ' απόκαμες;" "Πράμα" του απαντάω

Σε μια στιγμή τα μάθια τζη στραφαίναν πέρα δώθε
και τα δικά μου απάντηξαν σαν κάτι να ζητούσε
ταράχτηκα κι εθάρρουνα: "Θε μου, εμένανε ξανοίγει"
όμως εκείνη ζήτουνε να πάει ν' αποπατήσει

Διάλε, τσ' αποθαμένους τζη και θα με κουζουλάνει
για λόγου τζη απολείπομαι κι αυτή δε το κατέει
Οφου, αεράκι να 'μουνα, καπνός από 'να μπάφο
στο μπέτη τζη να χώνουμαι κι εκείνη ας μη με θέλει

Διάλε, τσ' απολιμάρες τζη και θα με κουζουλάνει
κατάρα απού τηνε θωρεί κι απού τηνε γυρεύει
μ' ανάθεμά ντον πιότερο απού τηνε βατεύει
κι απλώνει τζι χερούκλες του, τον πούστη θα τον σφάξω...

Ελα, έλα, τον πούστη θα τον σφάξω
Προχτές εκεί που τα 'πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια
γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου, Νικόλα
και μένα, μ' απαντάει, και εκεί αρχίσαν όλα

Εγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να την μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία
αλήθεια σας το λέω, απότυχα τελείως
δε μου 'δινε καμία, μα καμία σημασία.

Οπως καταλαβαίνετε δε μ' έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
ο φίλος μου εγκρίνιαζε, βρε Χάρη, σου μιλάω
για πες μου, σε κοιτάει; καθόλου τ' απαντάω

Σε μια στιγμή το βλέμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου, εμένανε κοιτάει
όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόρο

Βοήθεια, Χριστανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
αχ, να 'μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο
στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει

Βοήθεια, Χριστανοί, κοντεύω να φλιπάρω
ζηλεύω όποιον της μιλά και όποιον την κοιτάει
μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π' αγαπάει
σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει

Comments:
Συγκεκινημένος σάς ευχαριστώ! Το πρωτότυπο μάλιστα είναι ένα από τα κατσιμιχέικα που μ'αρέσουν.
 
Δημοσίευση σχολίου



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?