Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2006

 

Σε Ανατολή και Δύση - Του Μαυριανού

Διάβαζα μια γραφή της Μιραντολίνας για τις διαφορές άνθρακα και ανθρακικού ασβεστίου (για τους πιο ρομαντικούς διαμάντι εναντίον μαργαριταριού). Από περιέργεια έκανα μια αναζήτηση για διαμάντια και μαργαριτάρια σε στίχους ελληνικών τραγουδιών και βλέπω οτι υπάρχει περίπου ισοδυναμία. Λογικό άλλωστε: είμαστε μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Στο παρόν γελάει η πονηρή Ανατολή με τις αδυναμίες της ισχυρής Δύσης :)

Του Μαυριανού και της αδελφής του

Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι' ο Μαυριανός κι' ο Μικροκωσταντϊνος
αντάμα τρώγαν κ' έπιναν στου πλάτανου τη ρίζα.
Κι' αθιβολές δεν είχανε κι' αθιβολές εφέραν
απάνω για τις όμορφες και για τις τιμημένες.
Εκεϊ έφερε κι' ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
"Ωσάν το ρόδο τ' ανοιχτό, το μανουσάκι τάσπρο,
έχω κ' εγώ μιαν αδερφή, μ' αλήθεια δεν πλανειέται."

Κι' ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε γυρίζει και του λέει:
"Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσεις;
-Αν την πλανέσεις, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι' α δεν πλανεθεί τι είναι το στοίχημά σου;
-Βάνω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορώνα.
Εννιά μουλάρια εφόρτωσε νασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη.

"Καλώς το νιο που τά φερε, να ζήσει οπού τα στέλνει,
ο Μαυριανός νά ναι καλά και θα τα ξαντιμέψει.
-Ο ρήγας που σ' αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν' τά στειλε για να σε ιδεί, δυο λόγια να σου κρίνει.
-Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι' όποτε θέλει ας έρθει."
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό στης βάγιας της πηγαίνει.
Εσύ είσαι βάγια η μάνα μου, εσύ είσαι κ' η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τιμήσεις.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κ' εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, στην κάμαρη, κ' εγώ στο μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου τη νυφικιά εσένα να τη στρώσω,
κι' ό,τι σου κάνει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν' απομείνει.

-Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω,
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.
Σταυρό δένει τα χέρια της στη δούλα της πηγαίνει.
"Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ' αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε στην ιδική μου κλίνη,
βραδύ θε να 'ρθει ο βασιλιάς να κοιμηθείτε αντάμα.
-Εγώ δούλα γεννήθηκα κι' ό,τι μου πής θα κάμω,
δω μου κυρά τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.

Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και στο δάχτυλο νόμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τ' άστρα με το φεγγάρι.
"Δούλα κι' αν είσαι δούλα μου κι' αν είμαι εγώ δίκη σου,
ότι σου κάμει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
κι α σου μιλήσει μη μιλείς κι αν κρίνει μην του κρίνεις."

Ακόμη ο λόγος έστεκε κι' ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα νανεβαίνει,
κι από το χέρι την αρπά στην κάμερα τη βάνει.
Από βραδύς επαίζανε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκές αυγίτσες,
της παίρνει από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα σ' ολόχρυσο μαντήλι.

Και την αυγή χαρούμενος στο φόρο κατεβαίνει.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο ταρχοντολόγι.
Πού είν' τονε αυτός ο Μαυριανός ο πολυπαινεσιάρης,
πόχει την τίμια ναδερφή, π' αλήθεια δεν πλανιέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κ' η απόφαση μου."
Επήρανε το Μαυριανό να παν να τον κρεμάσουν.
"Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου."
Μαντάτα πάνε κ' έρχουνται 'ς της Αρετής την πόρτα,
στο φόρο για να κατεβεί, τι ο Μαυριανός χαλιέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε στο φόρο κατεβαίνει.

Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψει ο ήλιος.
"Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι' όλο τ' αρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.
-Δε μ' είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε σ' ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδύς επαίζαμε με γέλια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τις γλυκιές αυγίτσες,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ' ώριο το δαχτυλίδι."
Σειέται λυγιέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
"Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;"
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
Για ιδέτε σεις οι άρχοντες κι' όλο τ' αρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό στη φούρκα,
κ' εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο νά χεις το βασιλίκι.
Με τη δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πάς να φέρεις ξύλα."

(Παραδοσιακό - από το www.stixoi.info)

Comments:
Ούτε το ήξερα η άχρηστη! Υποκλίνομαι κι ευχαριστώ, Αλόβαρε!
 
Μιρανδολίς, θα γίνω εντελώς ρεαλιστής:
Κάποτε είπαν οτι άλλαξαν τα πράγματα και εξουσία είναι να έχεις την πληροφορία.
Μετά είπαν οτι αυτό που μετράει είναι να έχεις τα μέσα για τη διάδοση της πληροφορίας.
Σήμερα όμως, στην εποχή της υπερβολικής πληροφόρησης και της αφθονίας των μέσων, αυτό που μετράει είναι να ξέρεις να ξεχωρίσεις την ήρα από το στάρι.

Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις, αρκεί να θέλεις και να ξέρεις να ψάχνεις. Εδώ άλλωστε βρίσκεται και η ψυχή του ταξιδευτή - νομίζω.
 
Δημοσίευση σχολίου



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?